- θαλερότητα
- [-ης (-ητος)] η бодрость, свежесть; цветущий вид
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλερότητα — η ιδιότητα του θαλερού: Αυτός ο γέρος έχει τη θαλερότητα ενός νέου. – Θαλερότητα των δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένθαλλος — ἔνθαλλος, ον (Α) [θαλλός] αυτός που θάλλει, που βλαστάνει, που βρίσκεται σε θαλερότητα, θαλερός … Dictionary of Greek
ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… … Dictionary of Greek
ευθαλία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Σικελία. Αποκεφαλίστηκε από τον αδελφό της. Η μνήμη της τιμάται στις 2 Μαρτίου. * * * εὐθαλία, ἡ (Α) [εύθαλος] η θαλερότητα … Dictionary of Greek
λουλούδισμα — το [λουλουδίζω] 1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό, άνθηση, ανθοφορία 2. μτφ. θαλερότητα, ακμή … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek
μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω … Dictionary of Greek
νεανικότητα — η (Α νεανικότης) [νεανικός] νεανική ηλικία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού νεανικού, ζωτικότητα, θαλερότητα, ορμητικότητα 2. μτφ. σφρίγος, διάθεση, όρεξη … Dictionary of Greek
φρεσκάδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού φρέσκου, νωπότητα 2. δροσερότητα («φρεσκάδα τού δέρματος») 3. δροσερή, ευχάριστη ατμόσφαιρα 4. μτφ. σωματική και πνευματική ευφορία, ευδιαθεσία, θαλερότητα («γέρασε, αλλά διατηρεί τη φρεσκάδα της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος +… … Dictionary of Greek